- υδατοηλεκτρικός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «υδατοηλεκτρολυτική ισορροπία»φυσιολ. ισορροπία που προκύπτει από τη ρύθμιση και την ορθή κατανομή τού νερού και τών ηλεκτρολυτών στον οργανισμό και ειδικότερα στον ενδοκυττάριο και στον εξωκυττάριο χώροβ) «υδατοηλεκτρολυτικές διαταραχές»ιατρ. διαταραχές που οφείλονται στην έλλειψη ηλεκτρολυτικής ισορροπίας στον οργανισμό, όπως είναι η υπέρμετρη απώλεια ή η κατακράτηση νερού, η απώλεια νατρίου, η απώλεια καλίου κ.ά.γ) «υδατοηλεκτρολυτικό ισοζύγιο»φυσιολ. η υδατοηλεκτρολυτική ισορροπία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος επιστημ. όρος, πρβλ. γαλλ. equilibre «ισορροπία» hydroelectrolytic < hydro- (< υδρ[ο-]*, που εδώ αντικαταστάθηκε με το υδατ[ο]*, βλ. ύδωρ) + electrolytic «ηλεκτρολυτικός»*)].
Dictionary of Greek. 2013.